Συνέντευξη του Νίκου Αρμάου στον Βασίλη Καββαθά που δημοσιεύθηκε στον Ταχυδρόμο το 1976.

 

Μπαρμπά-Νικόλα, σε ζητάνε!

«Ποιος είναι;»

«Ένας δημοσιογράφος».

«Πέστου νάρθει απάνω».

Ανεβαίνω τις τριζάτες ξύλινες σκάλες και βρίσκομαι ξαφνικά, μπροστά σε μια γλυκειά γεροντική μορφή.

«Καλώστονε. Πέρνα στο εργαστήρι.»

Στην πραγματικότητα μπαίνω σε μια ξύλινη σοφίτα στη Δραπετσώνα, γεμάτη εργαλεία, ανάκατα με… νότες.

 «Να σου παίξω πρώτα ένα κομμάτι και μετά τα λέμε…»

Γυρίζει το χερούλι της λατέρνας και, ξαφνικά, γεμίζει ο χώρος της δουλειάς του μελωδία.

Μέσα από τα σπλάχνα του οργάνου βγαίνει μια μουσική απαλή, μια υπόκρουση θεία.

Αναριγώ, με παίρνουν μπάλα οι μνήμες και αφήνομαι, για λίγο, στην ευτυχία αυτής της στιγμής.

«Αυτό το κομμάτι, και χιλιάδες άλλα, τάχω βάλει εγώ στην λατέρνα. Είναι σύνθεση δική μου και λίγοι ξέρουνε ότι μου ανήκει».

Κάνει μια κίνηση, ανοίγει ένα καπάκι και σε ένα κυλινδρικό εργαλείο, μου δείχνει τη σφραγίδα του: «Νικόλαος Αρμάος, οργανοδιορθωτής ή σταμπαδόρος…» ή – αρχαϊστί- «μουσικαί εγγραφαί επί λατερνών!».

«Άκου τώρα κάτι: Με λένε λατερνατζή. Δεν είμαι λατερνατζής. Εγώ «τυπώνω», ας πούμε, τα τραγούδια στη λατέρνα, για να τα παίξει. Κοίτα εδώ: Καρφώνω αυτά τα καρφιά πάνω σ’ αυτόν τον κύλινδρο, και, καθώς περνάνε από τα τέλια της λατέρνας, βγάζουνε τον ήχο που θέλω».

Είναι «γεννηθείς», Κωνσταντινουπολίτης, πρακτικός μουσικός και μοναδικός στο είδος του.

«Μετά από μένα θα σιγήσουν οι λατέρνες. Θέλω να πω ότι δεν θα υπάρχει ειδικός να τις κουρδίσει και θα μείνουν με τους ήχους που τους έχω βάλει εγώ στα σπλάχνα τους.»

Αλλά πώς μπαίνει ακριβώς ένα τραγούδι σε μια λατέρνα;

Πώς λειτουργεί ο εσωτερικός μηχανισμός της, για να βγάλει τις μελωδίες;

Δύσκολο να μου δώσει να καταλάβω το ρόλο, που παίζει το κάθε αντικείμενο αυτού του οργάνου.

Μου δείχνει τα σύνεργα του, βγάζει και βάζει καρφάκια, κάνει δοκιμές και πού και πού χαμογελάει…

«Εννιά τραγούδια παίρνει τούτη η λατέρνα. Και κάθε τραγούδι χρειάζεται 700-900 καρφιά!»

«Προσπάθησα να διδάξω αυτό το πράγμα. Δεν μπόρεσαν να το μάθουν. Μόνο ο γιός μου κατάλαβε πώς «συνθέτουμε» ένα τραγούδι, με τα καρφάκια πάντα, αλλά δεν τον ενδιαφέρει να ασχοληθεί επαγγελματικά μ’ αυτήν την τέχνη. Τον απορρόφησαν τα χαλιά, που φτιάχνει στα εργαστήρια του…»

Ο ίδιος «πήρε φωτιά» - όπως λέει από ένα «Λα». Δε σπούδασε ειδικά αλλά άμα ακούσει μια φορά ένα τραγούδι, ξέρει πώς να το σταμπάρει στη λατέρνα.

Έχει συνεργαστεί, κατά καιρούς με τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες, για να περάσει τα έργα τους στη λατέρνα…

Τον τελευταίο καιρό ασχολήθηκε με μια δουλειά που θα αφήσει εποχή στο χώρο της μουσικής. Έβαλε σε μια λατέρνα μεγάλες επιτυχίες που θα διασωθούν αφού θα γίνουν και δίσκοι!

Η μνήμη του πετάει σπίθες. Θυμάται πρόσωπα και πράγματα και εξιστορεί γεγονότα σα να τα έζησε χθες. Στην πραγματικότητα, γυρνάει δεκάδες χρόνια πίσω.

Λέει για τους προγόνους του, που κλέψανε τα μυστικά της λατέρνας από τους Ιταλούς, ενώ ήταν απλοί μαραγκοί.

«Τότε είχε ενδιαφέρον αυτή η δουλειά. Γυρίζανε πολλές λατέρνες στο δρόμο… Τώρα τις αγοράζουν οι πλούσιοι, για αντίκες. Μερικοί έχουν και δυο και τρεις. Μια γυναίκα βιομηχάνου την πλήρωσε όσο-όσο, για να ακούει τραγούδια του Μητροπάνου».

Και ποια είναι η τιμή τους;

«Απλησίαστη. Μην το συζητάς».

Γυρίζει ο γέροντας το χερούλι μιας λατέρνας και η συζήτηση, για την τιμή της λατέρνας, κόβεται στη μέση.

Η μελωδία του κομματιού «Πέρα στους πέρα κάμπους», ξεχύνεται γύρω μας.

«Αυτό το κομμάτι μου το παράγγειλε ο Κοσμάτος για τη  ταινία «Απόδραση στην Αθήνα», που γυρίστηκε τελευταία στη Ρόδο. Το έβαλα και τους το έστειλα».

Για να ταξιδέψει, μάλιστα, η λατέρνα, την ασφάλισαν 150.000 δρχ! Το κομμάτι αυτό το πλήρωσαν 25.000 δρχ!

Παλιά, οι λατερνατζήδες πληρώνανε 800 δρχ. για εννιά τραγούδια!

Με πάει και με φέρνει από το παρελθόν στο παρόν και ξανά πίσω…

«Κάποτε που λες στην Πόλη…»

Μπήγει στον ξύλινο κύλινδρο μερικά καρφάκια και διακόπτει την αφήγηση του.

Γυρίζει πάλι κοντά μου και δείχνει σαν να ξέχασε τι έλεγε.

«Τη μουσική του «Λούνα Παρκ» στην τηλεόραση την έχεις ακούσει; Δικιά μου είναι. Την έχω συνθέσει εδώ και πολλά χρόνια. Το ’14. Έχω γράψει κι άλλα και, απ’ ότι ξέρω, άλλοι εισπράττουν τα ποσοστά μου. Τέλος πάντων… Τι έλεγα; Α, ναι, για το ταξίδι της Πόλης μιλούσα. Τριανταέξι ώρες κάναμε να πάμε με το καράβι. Σ’ όλη τη διαδρομή ακούγαμε ένα χασάπικο, που είχα βάλει σε μια λατέρνα.

Στην Πόλη, που λες, είχα ένα φίλο. Μου λέει μια μέρα: «Δε μου βάζεις στη  λατέρνα μια μελωδία;» Του «τύπωσα» μία.

Περνάνε δυο αξιωματικοί. «Πού τον βρήκες αυτόν τον σκοπό;» τον ρωτάνε. «Από την Αθήνα είναι», τους απαντάει. Τότε έμαθαν για μένα…

Στην Πόλη πάντα, μια γυναίκα, βρίσκει στα παλιατζίδικα μια μικρή ρομβία. Μου τη φέρνει και βλέπω ότι ήτανε παμπάλαια. Την ανοίγω, ρίχνω μια ματιά στο εσωτερικό της και τι βλέπω; Μια σφραγίδα «Ιωσήφ Αρμάος», ο πατέρας μου δηλαδή…

Έβαλα κι εγώ ένα τραγούδι και τη δική μου σφραγίδα.

Έφτιαξα και τις χορδές που είχανε σπάσει και της την έδωσα.

Αυτά γίνονται το ’55. Αντίκρυ της υπήρχε ένα καφενείο τούρκικο…

Τη βάζει να παίξει και ακούγεται το τραγούδι: «Βενιζέλαρε, πατέρα της Ελλάδος!...» Το σταμάτησε. Την ξαναβάζει και ακούγεται ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας. Πάει παρακάτω και παίζει το: «Καροτσέρη τράβα…»

Φοβήθηκα, να πω την αμαρτία μου. Μέσα έγραφε «Αρμάος!»

Το τελευταίο τραγούδι ήτανε για να ‘τανε. Έλεγε:

«Το ιερό και κοφτερό σπαθί μου, εμείς τον Τούρκο σφάξαμε, τον τύραννο σπαράξαμε…» Το ‘παψα.

Τη φωνάζω και της λέω: «Άκου κυρά – Αγγελική, θα σου κόψουνε το κεφάλι οι Τούρκοι, άμα ακούσουνε αυτά τα τραγούδια. Θα βγάλω τα καρφιά και θα βάλω ψαρόκολλα για να φράξουνε οι τρύπες». ΄

Έτσι βουβάθηκε η ρομβία.

Μια άλλη φορά, στην Πόλη πάλι, μια λατέρνα έπαιρνε ένα ζεϊμπέκικο που έλεγε «Αθήνα και Περαία – ελληνική σημαία…»

Είχα γράψει όμως μόνο τη μουσική του… Την άκουσε κάποιος Τούρκος και με κάλεσε στην αστυνομία. Βάλανε το κομμάτι…

- Τι είναι αυτό;

 «Σμυρναίικο ζεϊμπέκικο».

- Λέει: Αθήνα και Περαία.

«Μουσική είναι μόνο. -  Να σας φέρω το πρωτότυπο».

Τους πήγα το έντυπο με τις νότες.

«Βλέπετε να λέει πουθενά Αθήνα και Περαία:»

Δεν το βλέπανε οι μπουνταλάδες, αλλά επιμένανε να βγει από τη λατέρνα η μουσική. Τη βγάλαμε.

Τέτοια, άμα λέμε, δε θα τελειώσουμε ποτέ…»

Κατεβαίνουμε μαζί τις σκάλες.

Με ρωτάει πότε θα δημοσιευθεί το κομμάτι στο περιοδικό, λέμε κι άλλα κοινότοπα πράγματα και με ξεναγεί στην αποθήκη με τις λατέρνες που περιμένουν κούρδισμα.

- Έβγαλες λεφτά, απ’ αυτή τη δουλειά που έκανες, μπάρμπα – Νικόλα;

«Όσα για να ζήσω. Τελικά, όμως με κράτησε στην ζωή μια σύνταξη από υφαντήριο, που εξασφάλισα τα τελευταία χρόνια».

Με ξεπροβοδίζει και μου θυμίζει:

«Μην ξεχάσεις. Δεν είμαι λατερνατζής, αλλά σταμπαδόρος. Βάλε, αν θέλεις, αυτό που γράφει η σφραγίδα μου: «Μουσικαί εγγραφαί επί λατερνών!» (φωτο laterna8.jpg)

 

Search