Αποσπάσματα από συνέντευξη του Ν. Αρμάου στον Κ. Χατζηδουλή που δημοσιεύθηκε στα Νέα στις 8, 9 και 10 Αυγούστου του 1978

«Στην καταγωγή μας έχουμε από τους παππούδες μας γνήσιες ρίζες ιταλικές. Λέγομαι Αρμάος, Νίκος Αρμάος και εμείς (από τον παππού μου και μετά) είμαστε από την Τήνο. Δηλαδή Φραγκοτηνιακοί, καθολικοί – όπως και ο Βαμβακάρης ο Μάρκος που είναι Φραγκοσυριανός και αυτός καθολικός.
Ο πατέρας μου (Ιωσήφ Αρμάος) γεννήθηκε το 1838. Παντρεύτηκε δύο φορές και από τον πρώτο του γάμο είχε 3 παιδιά, τον αδελφό μου τον Τζούλιο, που ήτανε και πιο μεγάλος, εμένα, και την αδελφή μου, τη Μαρίκα. Πεθάνανε και τα δυο αδέλφια μου.
Εγώ γεννήθηκα το 1889 στην Κωνσταντινούπολη, και πάω όπως φαίνεται στα γρήγορα να φτάσω τα εκατό χρόνια – που θέλω να τα φτάσω.
Από το δεύτερο γάμο (ο πατέρας μου) είχε 9 παιδιά. Όλα είμαστε 12. Έχω και τώρα έναν αδελφό το Λωράν (Λορέντζο) Αρμάο που έχει μαγαζί εδώ στην Αθήνα, στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Ο πιο μικρός από τα αδέλφια είναι ο Λωράν.
Κοντά στο 1850 ο πατέρας μου ήτανε έντεκα χρονού και πήγε να πιάσει ένα πιστόλι. Τόπιασε ανάποδα και πάτησε τη σκανδάλη που τού έφαγε τότες το πιστόλι και τα πέντε δάχτυλα. Μέχρι και στο παπούτσι του βρήκανε ένα δάχτυλο. Ήτανε πολύ μεγάλη η ζημιά αυτή. Από τότε ήτανε μ’ ένα χέρι, έλειπε το δεξί.
Πήγε στα σχολεία και έμαθε μουσική. Έπαιζε βιολί, έπαιζε και αρμόνικα, ένα όργανο όπως είναι τώρα το ακκορντεόν. Και όταν έπαιζε είχε το δοξάρι δεμένο στο δεξί χέρι που ήτανε το κομμένο. Όλοι οι παλιοί της Πόλης θυμούνται τον πατέρα μου που έπαιζε βιολί (καλό βιολί, αλλά όχι σαν το Σαλονικιό που ήταν ο πρώτος) μ’ ένα χέρι.
Εγώ είμαι κοντά στον Κολοκοτρώνη στα χρόνια, αλλά η λατέρνα είναι πιο μεγάλη στην ηλικία από μένα. Πριν να γεννηθώ εγώ οι λατέρνες ήρθανε στην Κωνσταντινούπολη από την Ιταλία. Ιταλικό όργανο είναι η λατέρνα και όχι ελληνικό ή τούρκικο μήτε από αλλού.
Τα φέρανε από την Ιταλία, αλλά δεν ήτανε όπως τα βλέπετε σήμερα. Στην αρχή ήτανε πιο μικρά, με άλλο σκαρί, και πιο στενά, όχι όμως τόσο όμορφα όπως αργότερα που φτιάξανε και φτιάχνουνε συνέχεια.
Ήρθε ο Τουρκόνι, λοιπόν, στην Πόλη από την Ιταλία και έκαμε εργοστάσιο τότε και έφτιαχνε και έβγαζε λατέρνες. Πολλές λατέρνες τώρα ακόμα έχουνε από τότες σαν φίρμα το όνομα αυτουνού του Τουρκόνι. Τις έβγαζε ο ίδιος έτοιμες και με μουσικές, έτοιμα τραγούδια απάνω που τα έγραφε και τα σταμπάριζε μόνος του, στον κύλινδρο. Ήτανε πολύ έξυπνος άνθρωπος αυτός ο Τουρκόνι και καλός μουσικός, πολύ καλός μουσικός.
Μαζί με τα παιδιά του είχε το εργοστάσιο, αλλά αργότερα τα τσιράκια του, ο Μικράλης ο Πολύκαρπος, ο Ιακωβίδης, ο Σταμάτης, ο Ανέστος, ο Καρμέλος, αρχίσανε και αυτοί και φτιάχνανε λατέρνες, αλλά δεν γράφανε όλοι τραγούδια πάνω στη λατέρνα. Αυτοί φτιάχνανε μόνο το σκαρί. Σκοπούς στις λατέρνες έβαζε μόνο ο Τουρκόνι και εμείς - δηλαδή εγώ, ο πατέρας μου και ο αδελφός μου ο Τζούλιος.
Ήτανε λίγοι αυτοί που βάζανε είπα τραγούδια στη λατέρνα γιατί δεν είναι εύκολο και δεν μπορούσε όποιος - όποιος. Έπρεπε να ξέρει να διαβάζει και να γράφει μουσική. Το σταμπάρισμα στον κύλινδρο είναι πολύ δύσκολο. Λατέρνα μπορεί να φτιάξει ένας καλός μαραγκός και σήμερα. Τι γίνεται όμως από εκεί και μετά; Η τέχνη όλη είναι στο κάρφωμα και στο τύπωμα. Δουλειά για πεθαμό. Ο πατέρας μου είχε μαγαζί μέσα στο Γενή-Τσαρσή, που ελληνικά θα πει ότι είναι το «Καινούργιο παζάρι». Μ’ ένα χέρι κάρφωνε πάνω στον κύλινδρο ο πατέρας μου. Ρώτα το Ντούμη να πει για τον πατέρα μου που μ’ ένα χέρι κάρφωνε μια – μια νότα πάνω στη λατέρνα. Όλοι το ξέρουν. Οι παλιοί. Στο μαγαζί του πατέρα μου ήτανε και ο Τζούλιος ο αδελφός μου και εγώ, γιατί έντεκα χρονού άφησα το σχολείο και βοήθαγα τον πατέρα μου. Ο Τζούλιος ήτανε μάστορας από τότες. Εγώ ήμουνα 16 χρονού πολύ καλός μάστορας στη λατέρνα. Εβδομήντα χρόνια αν είσαι αγράμματος και διαβάζεις εφημερίδα θα μάθεις γράμματα. Εβδομήντα χρόνια είμαι μάστορας στη λατέρνα και βαθμηδόν έμαθα να διαβάζω και να γράφω μουζική, για να μπορώ να τυπώνω πάνω στο όργανο. Πρώτα τυπώνεις και μετά καρφώνεις ένα-ένα καρφί, κάθε νότα, πάνω στον κύλινδρο. Πιο μεγάλο χτικιό από την δουλειά αυτή δεν υπάρχει στον κόσμο όλονε.
Από ένα Λα ξεκίνησα και έμαθα να διαβάζω μουζική, γιατί ξεκίναγα, το μετρούσα και έβρισκα το Μι, το Ρε. Δε λέω βέβαια ότι είμαι και άριστος μουζικός, μήτε ότι είμαι ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης ή ο Τσιτσάνης, αλλά με τη δουλειά της λατέρνας που χρειάζομαι να ξέρω είμαι καλός. Η μουζική εγώ ξέρω ότι δεν είναι τέχνη αλλά φύση. Ή πιότερο φύση από τέχνη.
Γυρνώ σιγά – σιγά τον κύλινδρο και τυπώνω πρώτα (με τρύπες τυπώνω τις νότες) και μετά τα καρφώνω ένα - ένα. Και ντρίλιες και πόντους. Οι ντρίλιες είναι αυτές που βαστούν τη φωνή. Μια – μια νότα τύπωμα και κάρφωμα. Σταθερό χέρι, πολύ ίσιο, μάτια ανοιχτά και πιο πολύ μεγάλη υπομονή θέλει αυτό το χτικιό.
Στην Πόλη, τότες υπήρχανε χιλιάδες λατέρνες, και στη Σμύρνη, και σε όληνε την Μικρά Ασία και την Τουρκία. Πουλιόντουσαν τότε 12 – 13 χρυσές λίρες η κάθε μια και άμα η λατέρνα ήτανε καλή και έβγαζε καλή φωνή μπορούσε να πουληθεί και 20 και 30 χρυσές λίρες.
Έξι – έξι φεύγανε οι λατέρνες για τη Ρουμανία, για τη Βουλγαρία, για τη Σερβία. Ερχόντουσαν και εδώ στην Αθήνα, αλλά μετά το 1906 ερχόντουσαν λατέρνες εδώ. Πρώτα έφεραν δύο, ύστερα άλλες δύο και σιγά – σιγά ερχόντουσαν πιο πολλές.
Ένας υπήρχε εδώ που έκανε δουλειά με λατέρνες και αυτός είχε μαγαζί στον Πειραιά, στην Αγίου Δημητρίου, αλλά δεν έφτιαχνε ο ίδιος, ούτε έγραφε. Δεν ήξερε καθόλου από τη δουλειά. Είχε πάρει ένα καλό μαραγκό στο μαγαζί του που του έφτιαχνε τις βάσεις, δηλαδή το σκαρί και μετά αυτός ερχότανε στην Πόλη για και του τυπώναμε εμείς τα τραγούδια πάνω στην λατέρνα. Αυτά γινόντουσαν πριν το 1908.
Επειδή λοιπόν αυτός ερχότανε στην Πόλη, στο μαγαζί μας γνώρισε τον αδελφό μου το Τζούλιο και τόνε πήρε στον Πειραιά στο μαγαζί του για να τυπώνει τις λατέρνες που έφτιαχνε εδώ. Έτσι τον σύμφερε γιατί γλύτωνε το μεγάλο ταξίδι και τα έξοδα. Γι’ αυτό πήρε εδώ το Τζούλιο.
Κανένας άλλος εδώ στην Αθήνα και τον Πειραιά δεν έκαμνε δουλειά με λατέρνες. Και ένας τώρα εδώ είπε ότι υπήρχανε λατέρνες στην Αθήνα πριν να έρθουνε στην Πόλη. Αυτό είναι ψέματα. Το σωστό είναι αυτό που είπα εγώ, ότι ήρθανε μετά το 1906. Οι ντόπιοι δεν ξέρανε για λατέρνα, μήτε την είχανε και ακουστά. Ούτε να γλεντήσουνε ξέρανε. Οι ντόπιοι μήτε να χορέψουνε, μήτε καλά – καλά να φάνε. Μετά το ’22 τα μάθανε αυτά!
Εμείς λοιπόν που είμαστε και παιδιά τότες στην ηλικία, εγώ και ο Τζούλιος και καλοί μαστόροι, μας ζητάγανε παντού για δουλειά και πιο πολύ ζητάγανε εμένα. Γι’ αυτό έφυγα τότε και εγώ και πήγα στη Θεσσαλονίκη, που με ζήταγαν για να τυπώνω. Πήγα το 1911. Πάλι μέσα στην Τουρκιά.
Η Σαλονίκη τότες ήταν όλο Τούρκοι, πολλούς Τούρκους είχε τότες εκεί και είχε και πάνω από εκατό λατέρνες. Πιο πολλές λατέρνες από την Αθήνα και τον Πειραιά είχε η Σαλονίκη. Δυο χρόνια έκατσα εκεί, έβγαλα πολλά λεπτά, γιατί δεν υπήρχε άλλος είπαμε για να βάζει σκοπούς στις λατέρνες και μετά γύρισα στην Πόλη και παντρεύθηκα – ένα ή δύο μήνες πριν να τελειώσει το 1911. Ήμουνα πρώτα αρραβωνιασμένος δυο ολάκερα χρόνια και έπρεπε. Το Μάρτιο του 1914 πέθανε ο αδελφός μου ο Τζούλιος. Πολύ νέος. Εδώ στον Πειραιά αρρώστησε και ήρθε στην Πόλη και πέθανε μετά από λίγο. Τον Ιούλιο του 1914 γεννήθηκε το τρίτο παιδί μου ο Τζούλιος. Τον έβγαλα με το όνομα του αδελφού μου. Το 1915 πήγα στρατιώτης στη Θεσσαλονίκη και υπηρέτησα στους Γάλλους (που είχανε τότες τη Σαλονίκη) σαν τροχοπεδητής στους σιδηροδρόμους. Κουβαλάγαμε όπλα και πυρομαχικά. Στρατιώτης ήμουνα το 1916 που ήρθε ένα γράμμα από τον Ερυθρό Σταυρό, ότι πέθανε ο πατέρας μου. Όταν το πήρα το γράμμα είχε περάσει πολύς καιρός που είχε πεθάνει.
Όλος ο κόσμος στην Πόλη άκουγε λατέρνες. Τους άρεσαν και τις αγαπάγανε πολύ. Δεν γινούντανε γάμος χωρίς λατέρνα να παίζει μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Δεν βάζαμε στις λατέρνες τότες εμείς Τούρκικα τραγούδια. Βάζαμε Σμυρνέικα, Ελληνικά τραγούδια. Όσοι ερχόντουσαν από δω τότες πριν το 1916 τους γράφαμε το ¨Τρία παιδιά Βολιώτικα». «Παλατιανό», τον «Αετό» και άλλα. Όλα καλαματιανά και τσάμικα. Μόνο τέτοια λέγανε εδώ οι ντόπιοι, δεν ξέρανε άλλα.
Εμείς στην Πόλη γράφαμε απ’ όλα και βάζαμε στις λατέρνες επάνω όλα τα γούστα. Ότι παραγγέλνανε. Τη «Ντουντού», «Σαν πας στα ξένα», «Γιατί δε μας το λες», «Δεν σε θέλω πια», (αυτό που λένε «Από τα πολλά που μούχεις καμωμένα») και ακόμα τον «Μπάρμπα Γιάννη». Αυτά που ακούτε εσείς σήμερα εγώ τα ξέρω από μικρό παιδί, από τότες που τα βάζαμε στις λατέρνες.
Η «Δημητρούλα» είναι, η μουσική, πιο παλιό τραγούδι από μένα στα χρόνια. Το θυμάμαι από 13 χρονού παιδάκι που ο πρωτοβάλαμε σε μια λατέρνα. Και η «Πριγκιπέσσα» του Τούντα, που εμένα μου το έμαθε ο Γιοβάν Τσαούς, είναι πολύ παλιό τραγούδι Ρουμάνικο. Το άκουσα με λόγια εδώ που ήρθα το 1923, που το τραγούδαγε ο Στελλάκης ο Περπινιάδης. Καλή φωνή, πιο καλή από όλους μέχρι σήμερα. Δεν ήταν όμως το τραγούδι που λέω βαρύ χασάπικο όπως τόβαλαν στο δίσκο. Εγώ τόξερα με πιο γρήγορο τέμπο. Δεν υπάρχει τραγούδι πριν από εκατό χρόνια που να μη το ξέρω. Από παιδάκι γράφω μουζική για λατέρνες και τραγούδια. Ο Γιοβάν Τσαούς τόβαλε έτσι όπως είναι στο δίσκο, ήταν πολύ καλός μουζικός. Στο Σεράι έπαιζε αυτός μπουζούκι και τραγούδαγε πολύ καλά τα Τούρκικα τραγούδια. Είχε πολύ καλή φωνή. Έπαιζε και κλαρίνο, πιάνο, κιθάρα, ταμπουρά, απ’ όλα.
Όταν πρωτόρθανε λατέρνες στην Πόλη είχε παραγγείλει ο Βασιλιάς της Τουρκίας ο Σουλτάνος ο Χαμίτ, πάρα πολλές λατέρνες που τις είχε στο Σεράι του για ν’ ακούει με τις Τουρκάλες του. Γυναικάς ο Χαμίτ και γλεντζές μεγάλος. Αυτό που λέω γίνηκε πριν το 1908. Πάνω από εκατό λατέρνες είχε στο Σεράι του ο Χαμίτ, γιατί του άρεσαν πολύ. Οι λατέρνες που είχε ο Σουλτάνος αυτός είχανε απάνω πιο πολλούς σκοπούς τούρκικους. Είχε και το «Έμαθα πως είσαι μάγκας» που άρεσε πολύ στον Χαμίτ. Και αυτό είναι το πιο παλιό τραγούδι από μένα. Και δυο τραγούδια που λέει αυτός ο καλός τραγουδιστής ο Πόντιος, Καζαντζίδης και αυτά είναι τούρκικα. Και στο Χαμίτ και σε όλους τους Τούρκους τους άρεζαν πολύ τα ζεϊμπέκικα. Γιατί το ζεϊμπέκικο είναι γνήσιος Τούρκικος χορός. Το χόρευαν αυτοί με τα ζεϊμπέκια και τα γιαταγάνια. Και το χόρευαν δυο άτομα, ο ένας αντίκρυ στον άλλο. Έτσι χορεύεται το ζεϊμπέκικο από δύο άτομα, όχι όπως εδώ που χορεύει ένας και κάμνει, ότι του αρέσει. Χορός μ’ ένα άτομο δεν είναι ζεϊμπέκικος.
Ο γιός του Χαμίτ πλήρωσε 200 χρυσές λίρες στον Τουρκόνι, αυτόνε που είχε το εργοστάσιο, και τον έμαθε να τυπώνει στις λατέρνες. Ύστερα έδινε 20 λίρες έπαιρνε μια λατέρνα και άρχιζε μόνος του να τυπώνει, ο γιός του Χαμίτ, τραγούδια στη λατέρνα για να περνά η ώρα του. Γιός βασιλιά, πρίγκηπας ήτανε, δεν είχε ανάγκη.
Το 1908 ρίξανε τον Χαμίτ. Ήρθανε και τόνε χτυπήσανε από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί ψηλά στο Ταξίμι, μέσα στην πολιτεία γινότανε ο πόλεμος και τότες κόντεψα να σκοτωθώ και εγώ. Μετά εξορίστηκε ο Χαμίτ στη Σαλονίκη.
Όλη η Πόλη άκουγε λατέρνες, ενώ στις ταβέρνες είχανε κομπανίες με βιολιά και σαντούρια και τέτοια. Είχανε και ούτια και λίγα μπουζούκια. Πολύ λίγα μπουζούκια είχανε στην Πόλη τότε – άλλοι τα λέγανε σάζια.
Κομπανίες είχανε πολλοί μουσικοί και τους γνώρισα, άλλους εκεί και μετά εδώ πιο καλά που ήρθα το ’23. Ο Σκαρβέλης ήτανε από την Ιταλία, αλλά μεγάλωσε στην Πόλη. Πιο μεγάλος από μένα στα χρόνια πρέπει να ήταν. Ήξερε και Ιταλικά, όπως κι εγώ γιατί εγώ δεν ξέρω και πολύ καλά τα Τούρκικα επειδή εκεί που μέναμε εμείς ήτανε Φραγκομαχαλάς, δεν είχε και πολλούς Τούρκους. Γνώρισα και άλλους από αυτούς τους μουσικούς αλλά δεν μπορώ να τους θυμάμαι τώρα όλους. Θυμάμαι το Μοντανάρη, το Τούντα, το Λάμπρο με τη λύρα, τον Ασίκη, τον Περιστέρη, τον Τομπούλ, το Λειβαδίτη, το Μήτσο το Σαλονικιό με το πρώτο βιολί που έπαιζε στον κόσμο, το Νταλκά και άλλους από τους πιότερους που γνώρισα εδώ όταν ήρτα το ’23!
Θυμάμαι πολύ παλιά τον Παπαζόγλου και αυτός ήταν ο καλύτερος συνθέτης απ’ όλους αυτούς. Από τη Σμύρνη ήταν ο Παπάζογλου και έγραφε τραγούδια (μουζική και λόγια δικά του) που δεν θα μπόραγε ποτές να γράψει άλλος συνθέτης. Πολλά τραγούδια του τα τύπωσα, τις μουζικές, πάνω στις λατέρνες και τις Ρομβίες μετά που ήρτα εδώ. Τα δικά του τραγούδια ήταν όμορφα και τα μάθαινα αμέσως έτοιμα για τύπωμα στον κύλινδρο. «Κάτω στα λεμονάδικα», «Μπαμπέσσα», «Βάλε με στην αγκαλιά σου», και άλλα, όλα καλά, είναι τραγούδια του Παπάζογλου που οι μουζικές του δεν θα γραφτούνε ποτές στον κόσμο όλονε. Πέθανε πριν πολλά χρόνια από χτικιό και χάθηκε ένας μεγάλος μάστορας της μουσικής, μάστορας από τη φύση.
Το 1923 έφυγα από τη Πόλη και ήρθα στον Πειραιά. Είχα 3 γιούς και μια κόρη. Εμένα μου είχαν σπίτι μεγάλο και μαγαζί έτοιμο να πάω στη Σαλονίκη, επειδή με ζητάγαν πολύ για δουλειά. Το καράβι όμως μ’ έφερε εδώ γιατί στη Θεσσαλονίκη είχε στρατό Ιταλικό που παραδίνανε τότες. Το καράβι δεν πήγαινε από την Πόλη στη Σαλονίκη, παρά έπιανε Πειραιά – Άγιοι Σαράντα – Πρίντεζι. Μ’ έβγαλε λοιπόν στον Πειραία και μόλις με είδανε λέγανε όλοι «βρε ο Τζούλιος ήρθε». Με φωνάζανε με το το όνομα του αδελφού μου επειδή μοιάζαμε, και τον Τζούλιο τον ξέρανε από παλιά που δούλευε στον Πειραιά. Δεν ξέρανε ότι είχε πεθάνει. Ήταν ξακουστός εδώ ο Τζούλιος.
Και έτσι έμεινα εδώ, δε μ’ αφήσανε να φύγω, και έπιασα ένα μαγαζί και άρχισα τη δουλειά με τις λατέρνες. Είχανε τότες οι λατέρνες εδώ 1.000, το πολύ 2.000 δραχμές η κάθε μια. Είχανε πέσει λίγο στην τιμή. Δεν είχανε όπως τώρα που δεν βρίσκεις λατέρνα ούτε με 100.000 δραχμές. Όλα τα αρχοντικά σπίτια σήμερα έχουνε λατέρνες. Μόδα και τέτοια λένε. Πριν από χρόνια αγόρασε από μένα μια λατέρνα ο Αλέξανδρος Τσάτσος, που έχει ένα εργοστάσιο εδώ κοντά μου. Μόδα είπαμε.
Μετά το ’23 γράφαμε στις λατέρνες Σμυρνέικα, τα πιο πολλά ρεμπέτικα. Τότε χάλαγε κόσμο ένα τραγούδι, η «Σμυρνιά». Αυτό βάζαμε πολύ τότες. Δεν θυμάμαι ποιανού ήτανε. Αλλά εγώ στις λατέρνες δεν έβαζα πάντα ότι τραγούδια ήθελα. Ερχόντουσαν οι λατερνατζήδες που γυρίζανε τους μαχαλάδες και μου παραγγέλνανε όποιο τραγούδι θέλανε, όποιο όμως είχε επιτυχία και πέραση στις γειτονιές. Αυτοί ξέρανε πιότερο από μένα πιο τραγούδι άρεσε στον κόσμο. Πληρωνόμουνα τότες 750 δραχμές τον κύλινδρο και έπαιρνε ο κύλινδρος 9 τραγούδια. Είχα τότες πολύ δουλειά συνέχεια.
Πολλά τραγούδια έχω βάλει στις λατέρνες, πολλά ρεμπέτικα, και από τα άλλα τα ελαφρά, και πολλά που έγραφα μόνος μου. Γιατί γράφω κι εγώ άμα έχω κέφι.
Η «Φραγκοσυριανή» ας πούμε είναι τραγούδι του Βαμβακάρη του Μάρκου και το έγραψε το 1935. Την έπαιζε ένα οργανάκι στη Σύρα, μια ρομβία, εγώ την είχα βάλει τότες. Ο Μάρκος ήταν φίλος μου και πολλές φορές ερχόντανε στο μαγαζί μου και τα λέγαμε. Τούδωσα ένα ζεϊμπέκικο που το είχα γράψει εγώ τη μουσική (εγώ έγραφα πάντα μουσικές, αλλά χωρίς λόγια γιατί τα λόγια δεν χρειάζονται στη λατέρνα.) και του είπα του Μάρκου να βάλει λόγια και να το βγάλει δίσκο. Το έβγαλε, ο ίδιος τραγούδησε και είναι αυτό που λέει «Μάνα μου με σκοτώσανε, δυο μαχαιριές μου δώσανε», μουζική δική μου και λόγια του Μάρκου. Αυτό το τραγούδι όταν βγήκε το τραγουδούσανε ακόμα και τα πιτσιρίκια εδώ στη Δραπετσώνα τότες. Όταν πιάστηκε καλά τόβαλα και στη λατέρνα.
Άλλο ένα χασάπικο έδωσα του Μάρκου. Όλα και όλα δυο τραγούδια. Τα χάρισα. Έβαλα όμως στη λατέρνα μετά πολλά τραγούδια δικά του και ποτέ δε μου είπε κουβέντα ο άνθρωπος. Βέβαια ήταν διαφήμιση γι’ αυτόνε και για όσους έβαζα τα τραγούδια τους, αλλά άμα ήθελε έκαμνε και παρατήρηση! Ποτέ δε μίλησε όμως ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος γιατί όλων έβαζα τραγούδια. Του Τσιτσάνη, του Μπαγιαντέρα, του Παπαϊωάννου, του Μπάτη, του Χατζηχρήστου, του Τούντα, Παπάζογλου, Κερομύτη, Ανέστου, Τσαούς, Σκαρβέλη.
Ο γιός μου ο Τζούλιος έγραψε προπολεμικά τη μουσική της «Βαγγελίτσας» και το πούλησε του Παπαϊωάννου 500 δραχμές που τόβγαλε τότες προπολεμικά δίσκο. Μετά το βάλαμε και στη λατέρνα. Μεγάλη επιτυχία το τραγούδι αυτό. Ο Παπαϊωάννου από φαντάρος ερχότανε στο μαγαζί μου, από τότες με το πρώτο του τραγούδι τη «Φαληριώτισσα». Τούχω πολλά τραγούδια στη λατέρνα του Γιάννη, είχα γράψει πολύ όμορφα τραγούδια. Και πολύ καλό παιδί ήτανε ο Παπαϊωάννου. Ίδια ηλικία με το γιό μου το Τζούλιο είχε ο Γιάννης. Θεός σχωρέστον. Το πρώτο τραγούδι του Μάρκου του Βαμβακάρη ήταν το «Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί», και αυτό γράφτηκε πριν από το 1934. Για τον τεκέ του Μίχαλου που ήτανε εδώ κοντά μου στη Δραπετσώνα γράφτηκε το τραγούδι αυτό του Μάρκου. Και μια παρεξήγηση γίνηκε τότες με το Μίχαλο, γιατί του έβαλε το όνομα στο τραγούδι ο Μάρκος. Καλό έκανε, το μπελά του βρήκε ο άνθρωπος. Τόχα βάλει και αυτό τότες και το έπαιζαν όλες οι λατέρνες, όπως και το «Διαζύγιο» του Μάρκου και τόσα άλλα.
Όλοι αυτοί οι ρεμπέτες μαζευόντουσαν τότες εδώ στη Δραπετσώνα, κοντά στο μαγαζί μου, που ήτανε και τα Βούρλα. Όλα παράγκες τότες και πρόσφυγες. Από την προσφυγιά οι ντόπιοι μάθανε τραγούδια και γλέντι και τη λατέρνα. Τίποτα δεν ξέρανε.
Από αυτούς τους ρεμπέτες μόνο ο Μπάτης ο Γιώργης είχε λατέρνα και ρομβία. Και ήξερα ότι με τη λατέρνα ή τη ρομβία μάθαιναν χορό οι μάγκες στο χοροδιδασκαλείο που είχε ο Μπάτης. Πρώτα εδώ πιο κάτω από μένα είχε το μαγαζί του αυτό ο Μπάτης και μετά το άνοιξε αλλού. Μετά είχε άλλο μαγαζί, μια παράγκα πάλι και επειδή το έκλεισαν άνοιξε στα παλιατζήδικα. Από τους πρώτους ρεμπέτες ο Μπάτης και πολύ έξυπνος άνθρωπος, είχε πολύ μεγάλη πλάκα. Έκανε ότι δουλειά ήθελες και τον ψευτογιατρό έκανε και ότι ήθελες. Κάλος άνθρωπος, πολύ μεγάλη μάρκα.
Κάθε λογής άνθρωπος μαζευόταν εδώ στη Δραπετσώνα. Πρεζάκηδες πέθαιναν κάθε μέρα στους δρόμους από την πρέζα. Και έβλεπες εδώ μπροστά στα Βούρλα να είναι δυο πρεζάκηδες αγκαλιασμένοι, που ο ένας να έχει πεθάνει από την πρέζα κοκκαλιασμένος και ο άλλος να μη μπορεί να φύγει από την αγκαλιά του. Πολλά τέτοια είσαι εδώ στη Δραπετσώνα όλα αυτά τα χρόνια.
Και επειδή ερχόντουσαν και οι ρεμπέτες και τριγύρω τους έλεγαν χασικλήδες και τους έβριζαν άσχημα και τους κυνηγούσαν γιατί έπαιζαν μπουζούκι. Πιότερο όμως βρίζανε το Μάρκο, πολύ κυνηγητό και βρίσιμο έχει φάει αυτός ο Μάρκος. Πιο πολλά απ’ όλους πέρασε, από τους μουσικούς αυτούς, πιο πολλά τράβηξε ο Μάρκος. Τότες μέρα και νύχτα βρίζανε το Μάρκο και τον λέγανε χασικλή, όπως και όλους αυτούς. Πιότερο όμως χασίσι πίνουν σήμερα και μέχρι και ενέσεις και χάπια παίρνουν οι νέοι, όπως ακούω, αλλά δεν βλέπω να τους κυνηγούν όπως το Μάρκο και τους άλλους ρεμπέτες. Λέγανε και το μπουζούκι χασικλήδικο όργανο, αλλά σήμερα έκαναν αυτοί που βρίζανε το μπουζούκι πρώτο όργανο και το χασίσι της μόδας. Αυτά που έκανε ο Μάρκος και οι άλλοι πριν σαράντα χρόνια τα λένε ακόμα, ενώ τα δικά τους δεν τα κυττάζουν. Ο Μάρκος τράβηξε πολλά γι’ αυτό το όργανο, ήρωας είναι ο Μάρκος.
Κάθε ρεμπέτικο τραγούδι που έβαζα στη λατέρνα γινούτανε ακόμα πιο μεγάλη επιτυχία. Και τα ελαφρά άρεσαν στον κόσμο, αλλά τα λαϊκά είχαν πιο μεγάλη πέραση στους μαχαλάδες. Τα τραγούδια του Τσιτσάνη άρεσαν σε όλους γιατί φαίνεται ήτανε για όλους. Για πολύ καιρό δούλευαν οι λατέρνες τότες το 1938-39 με την «Αρχόντισσα» του Τσιτσάνη. Ακόμα και τώρα οι διάφοροι που έρχονται μου ζητούνε το τραγούδι αυτό να το περάσω στη λατέρνα. ‘Εβαλα τότες, προπολεμικά, στις λατέρνες και τη «Βαρβάρα» του Τούντα. Αυτό απαγορεύθηκε τότες και γένηκε και κάποια δίκη από τον Μεταξά που δικάσανε τον Τούντα και τον Λαμπρόπουλο της «Κολούμπια». Τραγούδησε ο Στελλάκης και στο δίσκο παίζει ο Γιοβάν Τσαούς. Μου φαίνεται όμως ότι η μουσική είναι πολύ παλιά, αλλά τα λόγια είναι του Τούντα. Ο Γιοβάν Τσαούς άλλαξε λίγο τη μουσική του τραγουδιού. Και του Γιοβάν Τσαούς του πέρασα ένα δικό του πολύ ωραίο χασάπικο στη λατέρνα. Ήτανε φίλος μου και καθούτανε εδώ κοντά μου στη Δραπετσώνα. Αξιωματικός στον τουρκικό στρατό ήτανε τότες, πριν έρθουνε εδώ οι πρόσφυγες, μεγάλος αξιωματικός και καλός – έτσι λέγανε.
Το 1938 έφυγα πάλι για τη Θεσσαλονίκη που με ζητάγανε συνέχεια για δουλειά. Λίγο πριν πέθανε και τα ένα αγόρι μου που είχα πουλήσει δυο σπίτια για να το κάνω καλά. Πήγα στη Σαλονίκη και δούλευα εκεί συνέχεια μέχρι το 1950. Είχα πολλή δουλειά. Μήπως υπάρχει άλλος να βάζει σκοπούς στις λατέρνες; Όλοι πέθαναν και έμεινα εγώ για να χτικιάζω μ’ αυτή τη δουλειά ακόμα. Ο γιός μου ο Τζούλιος (που είπα έχει τ’ όνομα του αδερφού μου) είναι και αυτός πολύ καλός μάστορας στις λατέρνες. Καλός τεχνίτης. Δεν τις πιάνει όμως στα χέρια του εδώ και πολλά χρόνια. Έχει εργοστάσιο, υφαντήριο. Ο άλλος μου ο γιός, ο Άγγελος, είναι τεχνίτης σε εργοστάσιο που κάμνουν παπούτσια. Από αυτόνε το γιο έχω δισέγγονα. Κανείς τους δεν πιάνει λατέρνα.
Στην Κατοχή στη Θεσσαλονίκη γνώρισα και τον Τσιτσάνη που δούλευε τότες στο μαγαζί του Μανώλη του Κρομμύδα. Μέχρι τότες τον γνώριζα μόνο από τα τραγούδια του. Πολλά τραγούδια που τα έπαιζε στη Σαλονίκη τότες τα άκουγα και τα πέρναγα στις λατέρνες πριν γίνουνε δίσκοι. Όλη η Σαλονίκη άκουγε τα τραγούδια του Τσιτσάνη. Καλός συνθέτης και πολύ καλό παιδί. Τα τραγούδια του τα έβαζα και σε λατέρνες που ερχόντουσαν από τη Λάρισα και το Βόλο. Από παντού ερχόντουσαν σε μένα για το τύπωμα. Από όλη την Ελλάδα.
Όλα τα μαγαζιά στη κατοχή στη Σαλονίκη είχαν γίνει ταβέρνες και είχανε όλα πολύ δουλειά. Είχα τυπώσει στις λατέρνες και το «Μουσολίνι» που η μουσική του (ίδια με τη «Χωριατοπούλα») είναι Ιταλικιά. Εμείς βάλαμε ελληνικά λόγια. Και μια φορά (Ο Τσιτσάνης το θυμάται στη Σαλονίκη) ήρθανε οι Ιταλοί και βαράγανε πιστολιές στις ταβέρνες που παίζανε το τραγούδι αυτό. Και Γερμανοί τα ίδια έκαναν. Και ρωτάγανε ποιος είναι αυτός που τα τυπώνει. Οι πιότερες λατέρνες είχανε στη Σαλονίκη το «Μουσολίνι».
Μεγάλη πέραση είχανε οι λατέρνες στη κατοχή στη Θεσσαλονίκη. Πολλά χασαποσέρβικα βάζαμε εκεί. Και αυτός ο σκοπός, ο χασαποσέρβικος, δεν είναι ελληνικός. Να μη τα θέλουμε όλα δικά μας. Αυτός ο σκοπός είναι από τα Βαλκάνια και ήρθε στην Ελλάδα πολύ παλιά.
Δώδεκα χρόνια έκατσα στη Σαλονίκη από το ’38 μέχρι το ’50. Δυσκολία είχανε μόνο τα χρόνια της πείνας. Γύριζα και στα χωριά όχι για να παίζω λατέρνα (γιατί εγώ δεν είμαι λατερνατζής, είμαι μουζικοσυνθέτης λατέρνας), αλλά για να τυπώνω. Και ψεύτικη λατέρνα να είχες στην κατοχή θα έκαμνες δουλειά να βγάζεις το ψωμί σου. Και τα φαρμακεία είχανε γίνει ταβέρνες. Τα ράδια ήταν απαγορευμένα, τα είχανε σφραγίσει οι Γερμανοί και παντού ζήταγαν λατέρνες. Μια οβίδα που έπεσε μια φορά εκεί γλύτωσα παρά τρίχα. Σε μια παράγκα έμενα και όταν καταστράφηκε πήγαμε έξω από τη Σαλονίκη σε κάποιο χωριό και κάτσαμε μέχρι να τακτοποιηθούμε και πάλι. Τότες μόνο περάσαμε λίγο άσχημα.
Και από δω με ζητάγανε τότες, από την Αθήνα και τον Πειραιά για να τύπωνα στα όργανα. Εγώ όμως δεν έφευγα γιατί από όληνε τη Μακεδονία ερχόντουσαν στη Σαλονίκη για να τους τυπώνω.
Άλλος μουζικοσυνθέτης λατέρνας δεν υπάρχει σήμερα. Όταν πεθάνω και εγώ τελειώσανε όλα αυτά. Σήμερα, τώρα που μιλάμε, έχει έρτει ένας από τη Σαλονίκη για να του βάλω τραγούδια στη λατέρνα. Άλλη δουλειά δεν κάμει εκεί αυτός για το ψωμί του, είναι λατερνατζής της γύρας. Φορτώθηκε τη λατέρνα και ήρθε εδώ στη Δραπετσώνα από τη Σαλονίκη. Έφερε και μια κασσέτα μαζί του με τραγούδια, αυτά που θέλει για να τα ακούσω και να τα περάσω. Πιο εύκολα περνάω όταν τα έχω γραμμένα σε μουζική, δηλαδή σε «πάρτες», αλλά ο άνθρωπος δεν ήξερε και τα έφερε σε κασσέτα. Έχει στην κασσέτα και τη «Γκαρσόνα» που τους αρέσει πολύ στη Σαλονίκη. Τονέ λυπήθηκα και του είπα ότι θα τα περάσω. Δεν πολυδουλεύω τώρα, αλλά βλέπεις δεν υπάρχει άλλος στην Ελλάδα και δεν με αφήνουν σε ησυχία. Ένα μήνα είναι ο άνθρωπος εδώ και περιμένει να τελειώσω για να φύγει. Πιο μπροστά είχα άλλον και περίμενε να τελειώσω για να πάρει σειρά.
Η δουλειά αυτή θέλει πολύ καιρό και υπομονή. Το είπα χτικιό. Από όλη την Ελλάδα έρχονται λατερνατζήδες και δεν προλαβαίνω, μήτε και μπορώ να τους εξυπηρετήσω όλους. Όχι γιατί είμαι κοντά 90 χρονών, αλλά γιατί είναι πολλή η δουλειά. Βλέπεις έχω και αυτούς που έρχονται από το εξωτερικό και τους τυπώνω για να πάνε στα μεγάλα σχολεία εκεί, όπως λένε, για να κάμνουνε μαθήματα. Στα πανεπιστήμια, μου λένε, κάμνουν μαθήματα τη λατέρνα και τη μουσική της. Αυτοί τα λένε, όχι εγώ.
Τον καιρό του Παπαδόπουλου (εγώ ψήφιζα πάντα τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τώρα το κόμμα του) ερχόντουσαν πολλοί από το εξωτερικό με τις λατέρνες και μου ζητάγανε να τους βάζω τραγούδια του Θεοδωράκη που εδώ στην Ελλάδα ήτανε απαγορευμένα. Και τύπωνα το «Στρώσε το στρώμα σου», το «Βράχο-βράχο», και κάτι άλλα και τα άρπαζαν και τα πάγαιναν έξω.
Γινόντουσαν όλα κρυφά, ήξερα ότι απαγορευότανε, αλλά τι μπορούσα να φοβηθώ εγώ που ήμουνα τότες 85 χρονών;
Του Θεοδωράκη του πήρα λεπτά μια φορά σε ένα έργο που έβαλα τραγούδια στη λατέρνα και έπαιζε στο έργο θυμάμαι ο Φούντας και η Καρέζη.
Πολλές δουλειές έχω κάμει με το Χατζιδάκι, το Μάνο. Ο Χατζιδάκις είναι καλό παιδί και φίλος μου. Τούχω βάλει το «Γαρύφαλλο στ’ αφτί», το άλλο που λέει για «τα παιδιά του Πειραιά» και κάτι άλλα. Και σε ταινία τούχω βάλει τραγούδια, σε ένα έργο που είχε με τον Σακελλάριο τον Αλέξη. Μαζί με το Χατζιδάκι τα βάζαμε τα τραγούδια, εγώ τα τύπωνα στη λατέρνα. (φωτο laterna5.jpg)
Έχω βάλει και του Ξαρχάκου τραγούδι στο έργο «Τα κόκκινα φανάρια», την «Άπονη ζωή» τούβαλα, δεν θυμάμαι. Τώρα κοντά ήρτε ο Θεοφίλου της «Μίνως» που κάμνουνε δίσκους και μου ζήτησε να τους βάλω τραγούδια στη λατέρνα για ένα μεγάλο δίσκο. Τόκανα και με πληρώσανε οι άνθρωποι. Του Μάτσα είναι αυτή η εταιρεία και εγώ ήξερα τον πατέρα του που πέθανε και ήτανε πολύ καλός μουζικός. Έγραφε τραγούδια, μουζική και λόγια. Μέχρι τώρα μόνο στην «Κολούμπια» είχα κάνει δίσκους, πριν από χρόνια δεν θυμάμαι πότε. Ο Λαμπρόπουλος με φώναξε και ο Χατζιδάκις. Και τώρα κοντά πάλι με πήρε ο Χατζιδάκις και τα τύπωσα όχι σε λατέρνα, αλλά σε μεγάλη ρομβία. Σήμερα δύσκολα βρίσκεις ρομβία. Λατέρνα κάπως εύκολο, ρομβία δύσκολο.
Η ρομβία παίρνει περισσότερα τραγούδια από τη λατέρνα. Άμα να πούμε η λατέρνα παίρνει από ένα βαλς 32 μέτρα, η ρομβία παίρνει 64 μέτρα. Δεν το κόβεις δηλαδή το κομμάτι. Όπως το «Βαλς του Δουνάβεως», η λατέρνα παίρνει το μισό και η ρομβία ολόκληρο. Διαφορά έχουνε και στο σκαρί, στις βάσεις, αλλά η ρομβία έχει μεγαλύτερο κύλινδρο και μεγαλύτερη ρόδα. Τα άλλο είναι τα ίδια, μικρή διαφορά.
Δεν λέγεται όμως ρομβία, αλλά Πόμπηα. Όλοι μας την ξέρουμε και τη λέμε έτσι που είναι λάθος. Πόμπηα λέγεται το Ιταλικό μέρος που έβγαιναν κι έτσι πάνω γράφανετο όνομα του μέρους που είναι το εργοστάσιο. Το γράφανε όμως Ιταλικά δηλαδή: POMBIA. Ο κόσμος εδώ διάβαζε το Ιταλικό Π που είναι σαν το Ελληνικό Ρ και έλεγε Ρομβία. Και έτσι λάθος όπως το διάβαζαν έτσι έμεινε! Και αυτές οι ρομβίες είχαν μεγάλη πέραση στα παλιά χρόνια. Έχουνε το σχήμα του πιάνου και διαφέρουνε λίγο. Υπήρχαν ρομβίες μεγάλες και μικρές. Οι μικρές ήταν πιο εύκολες για κουβάλημα στη γύρα. Και με καροτσάκια τις έσερνες κι αυτές στις γειτονιές.
Και τώρα που λες με ζητάνε να πάω παντού και στο εξωτερικό για να τυπώνω στη λατέρνα. Μόνο στην Πόλη πήγα το 1954 και παρά λίγο θα ήμουνα εκεί που έσπαγε και ρήμαζε πάλι η τουρκιά. Εκεί μου ζητάγανε το «Έμαθα πως είσαι μάγκας», το «Ένας μάγκας από το Βοτανικό», το «Παστουρμά» κ.α. Τύπωσα παραγγελίες και έφυγα. Από τότες δεν ξαναπήγα πουθενά όσο και να με ζητάνε. Όποιος θέλει έρχεται εδώ στο μαγαζί μου και παίρνει σειρά και παραγγέλνει ότι θέλει. Να τώρα, σε μια δικιά μου καλή λατέρνα, τύπωσα τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη, την «Αρχόντισσα» του και κάτι άλλα πάλι δικά του. Τα τραγούδια αυτουνού του μουζικού αρέσουμε πολύ στον κόσμο. Όλοι όσοι έρχονται στο μαγαζί μου παραγγέλνουν δικά του.
Η λατέρνα, για να τελέψουμε την κουβέντα, είναι από τα πιο καλά όργανα, από τα πιο γλυκά της μουσικής. Από τα πιο όμορφα, τα αληθινά. Όταν την ακούς και παίζει νομίζεις ότι παίζουν δέκα νομάτοι. Εγώ την αγαπάω σαν παιδί μου, σαν να τη γέννησα εγώ, αλλά δεν βλέπω να έχει πιότερη ζωή από τη δική μου…»

Search