Αποσπάσματα από συνέντευξη που έδωσε ο Ιούλιος Αρμάος στον Τέρενς Κουίκ και που προβλήθηκε στον Αντένα τον Ιανουάριο του 1995 στην εκπομπή «Απόψε με τον Τέρενς Κουίκ».

 

- Πού γεννηθήκατε κύριε Αρμάο;

- Στην Κωνσταντινούπολη. Το 1914.

- Και ήρθατε εδώ;

- Το 1923.

- Ο πατέρας σας, ο Νίκος Αρμάος, πώς μπήκε στη λατέρνα;

- Ο παππούς μου (Ιωσήφ Αρμάος) έφυγε από την Τήνο το 1860. Πούλησε ότι είχε εκεί πέρα και πήγε στην Πόλη, γιατί η Πόλη ήταν φτωχομάνα, εκείνος πείναγε τότες. Γνώρισε κι έναν Ιταλό, που είχε έρθει από τη Ιταλία, Τουρκόνι λεγόμενο, και αυτός κουβάλησε λατέρνες Ιταλικές από κει, οι οποίες είχανε μέσα σιδηρά βάση, όπως τα πιάνα. Ήτανε βαριές όμως, δεν σηκωνόντουσαν και  σκεφτήκανε και βγάλανε όλα τα σίδερα και κάνανε αυτό που βλέπετε εδώ, τη λατέρνα.

- Οι οποίες λατέρνες είχαν πάντοτε έτσι, την φωτογραφία μιας ωραίας κοπελιάς;

- Μην κοιτάτε τώρα παλιά, πριν τον πόλεμο, οι μερακλήδες λατερνατζήδες τις λατέρνες τις είχανε νύφες. Ήτανε ντυμένη γύρω-γύρω από παντού με δέρματα χρωματιστά, γαζωμένα σε σχήμα καρδιάς, μισοφέγγαρου, και μπροστά δεν έβλεπες φωτογραφία, ένα μπουκέτο από λουλούδια, ωραία. Δεν υπάρχουν αυτά πια σήμερα.

- Πόσο δύσκολο είναι να περαστεί μια μουσική επάνω στη λατέρνα; Πώς ακριβώς είναι αυτή η τέχνη, για πείτε μας.

- Για την λατέρνα παίρνεις το έντυπο που βγάζανε, φερ’ ειπείν το «Τραμ το τελευταίο», ή τη «Φαλιριώτισσα», ή οτιδήποτε και βλέπεις σε τι τόνο είναι γραμμένο. Γιατί η λατέρνα έχει 36 φωνές, κι ένα καμπανάκι, 37, ενώ η ρομβία έχει 50 φωνές. Στη λατέρνα πρέπει να βρεις σε ποιο τόνο θα σου πέσει, να το ζυγίσεις δεξιά-αριστερά να είναι στο κέντρο της λατέρνας. Και επειδή ο πατέρας μου, με την πείρα που είχε, έχει αφήσει χιλιάδες παρτιτούρες, βλέπω ότι δουλεύει τόνους λα ματζόρε, λα μινόρε, ρε ματζόρε, μι μινόρε, μι ματζόρε, σι μινόρε, αυτά.

-  Δηλαδή είναι ένας κύλινδρος με καρφιά που χτυπάει τις χορδές.

- Ναι. Στο πρόσωπο της λατέρνας και της ρομβίας μπαίνει ένα ρολόι, 20 διάμετρος, διαιρούμενο στα οκτώ. Μ’ αυτό το ρολόι των οκτώ τυπώνουμε το βαλς, φοξ, ταγκό, συρτό, σέρβικο, χασάπικο. Υπάρχει και ρολόι με 7, που μπαίνει το καλαματιανό. Υπάρχει ρολόι με 9 υποδιαιρέσεις που μπαίνει το ζεϊμπέκικο. Όπως μπαίνει το ρολόι μπαίνει κι ένας λεπτοδείκτης με τη μανιβέλα και ευθυγραμμίζεται.. Το κύλινδρο είναι μέσα τορναρισμένο, λείο και κολλημένο πάνω ένα χαρτί άσπρο πεντακάθαρο. Το ρυθμίζουμε εμείς με τις σούστες και έχουμε τη νότα μπροστά μας και όπως είναι η μανιβέλα εδώ, μας δείχνει η νότα που θα πάμε: στο ένα, στο τρία, στο εφτά, στο οχτώ και ποιες φωνές θα πατήσουμε. Γυρίζοντας πατάμε τις φωνές και βγαίνουν τα σημαδάκια πάνω στο χαρτί. Όταν τελειώσει το τραγούδι, ή και το κύλινδρο, τόχουμε έτοιμο για να καρφώσουμε. Υπάρχουνε δύο ειδών καρφάκια: είναι τα πλατειά τετράγωνα που είναι τα τρέμουλα και είναι και τα κοινά, τα οποία είναι οι πόντοι. Αυτά τα ξέρουμε εμείς και όταν αρχίζουμε βλέπουμε τα σημάδια και καρφώνουμε εκεί.

- Με τα χέρια καρφώνετε;

- Όχι, έχει καλουπάκι. Το οποίο είναι για τη ρομβία το στρογγυλό πέντε χιλιοστά και για τη λατέρνα τέσσερα.

- Πόσες ώρες ή μέρες κάνετε για να φτιάξετε ένα τραγούδι;

- Αυτό εδώ πέρα (η ρομβία) θέλει να καρφώνεις πολλές μέρες. Μια βδομάδα. Για δέκα τραγούδια. Η ρομβία παίρνει δέκα τραγούδια. Και η λατέρνα εννιά. Αλλά η λατέρνα είναι περίπου ένα προς τρία. Δηλαδή τρία κύλινδρα της λατέρνας είναι ένα της ρομβίας.

- Πότε πρωτοπιάσατε λατέρνα στα χέρια σας;

- 16 χρονών, το 1930. Ο πατέρας μου θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη και είχαμε μια λατέρνα απ’ αυτές που σας είπα, κύριε Κουίκ, τις Ιταλικές, που είχανε φέρει τότε στην Πόλη ο Τουρκόνι με τον παππού μου. Μου λέει ο πατέρας μου: «Εγώ φεύγω», ακόμα στο σχολείο πήγαινα και είχαμε διακοπές για καλοκαίρι, «θα πάρεις αυτά, θα κάνεις εκείνο, θα βάλεις το κύλινδρο, θα κάνεις τα δόντια, θα κάνεις εκείνα και όλα αυτά και πάρε κι αυτό το τραγούδι», μούδειξε ένα τραγούδι με αριθμούς, «και θα το τυπώσεις.» Εγώ κάθισα, τόφτιαξα όλο, το τύπωσα και πήγα να το κουρδίσω. Πήρα μια ντουντούκα του Λα, βρίσκω τα Λα. Μετά λέω: «Το Μι, πώς θα τα βρω;» Δεν τόξερα ακόμα. Πήγα κάτω στον κουμπάρο μας, τον Καρμέλο, που έφτιαχνε όργανα κι αυτός, μάστορας, αλλά το ξύλο, όχι τραγούδια. Μου λέει: «Τι έκανες;» Του λέω «Έτσι κι έτσι, μπάρμα-Καρμέλο, δεν μπορώ να βρω το Μι.» Ήρθε εκείνος, το βρήκε το Μι, μου το εξήγησε πώς είναι, ανά πεντάδες είναι. Το κούρδισα, το παίξαμε, μου λέει: «Πολύ ωραία παίζει.» Αυτό ήταν το πρώτο μου μάθημα στο 1930, τον Αύγουστο, διακοπές είχαμε στα σχολεία, εγώ πήγαινα στη Γαλλική στον Πειραιά. Μετά από τότες δεν έπιασα. Το ’38, που θάφευγε ο πατέρας μου πάλι στη Θεσσαλονίκη, αυτοί που ήτανε εδώ στην Αθήνα φωνάζανε: «Πού πας; Εμείς τι θα κάνουμε εδώ;»

Και μου αφήνει παρτιτούρες. Καθόμουνα κι εγώ, τύπωνα κι έφτιαχνα τα τραγούδια κι είχα φτιάξει καμπόσα.

- Πόσο ήταν τότε το μεροκάματο; Ή πληρωνόσαστε με το τραγούδι;

- Κοιτάξτε, εγώ είχα ένα φίλο του πατέρα μου, που είχε ένα μαγαζί στο Ρουφ. Αυτός μου ετοίμαζε το όργανο εμένα, να μην κοπιάσω, γιατί δούλευα εγώ μηχανικός στα Ελληνικά  Υφαντήρια, βάρδιες, κι αυτός μου το ετοίμαζε όλο. Εγώ δεν έκανα τίποτα άλλο, ερχόμουνα σε δυο μέρες τύπωνα τα τραγούδια. Μετά καθόμουνα και κάρφωνα, σε τρεις μέρες το είχα καρφώσει, σε μια εβδομάδα το όργανο το είχα έτοιμο να φύγει. Παίρναμε 600 δραχμές, από 300 δραχμές ο καθένας μας. Εκείνη την εποχή, το ’38. Φτιάξαμε αρκετά.

- Μιλήστε μου λίγο για το Νίκο Αρμάο.

- Ο πατέρας μου ήτανε το μοναδικό φαινόμενο. Θα σας πω γιατί. Στην Πόλη πηγαίνανε οι φίλοι του που είχανε κάτι κέντρα μεγάλα στο Βόσπορο και του λέγανε: «Νίκο, θέλω ένα κύλινδρο τραγούδια, αλλά θα είναι δικά σου τραγούδια όλα.» «Εντάξει», έλεγε αυτός. Καθότανε κι έγραφε εννιά τραγούδια, από το μυαλό του και τάβαζε μέσα στη λατέρνα. Και γινόταν σαματάς. Κάτι ζεϊμπέκικα, κάτι χασάπικα, κάτι σέρβικα. Όλων των ειδών τα τραγούδια, τσιφτετέλια, αμανέδες.

- Πού παιζόντουσαν αυτά;

- Υπήρχαν μαγαζιά στο Βόσπορο, Ελληνικά, που ήτανε πελώρια.

- Και αντί για ορχήστρα είχαν τη λατέρνα;

- Η λατέρνα στην Πόλη δεν βγήκε ζητιανιά. Ποτέ. Κανένα όργανο. Εδώ έγινε αυτό. Δυσφημίστηκε εδώ η λατέρνα. Πήγαιναν οι πελάτες (τα τραπέζια ήταν εδώ κι εκεί μέσα στα λουλούδια) καθόταν η παρέα ολόκληρη, (ένας είχε 15 λατέρνες, Μένος λεγόταν, τον θυμάμαι) παίρναν μια λατέρνα, τη στήνανε εκεί πέρα και τους διασκέδαζε. Κι όταν σηκωνόταν να φύγουνε, δίνανε λεφτά, πετάγανε και στη λατέρνα λεφτά. ‘Έτσι γινόταν στην Πόλη.

- Και γιατί έγινα ζητιάνα η λατέρνα εδώ;

- Εδώ δεν υπήρχαν τέτοια κέντρα που είχε στην  Πόλη, κύριε Κουίκ. Ποιος να έχει τα κέντρα εδώ πέρα; Η Ελλάδα ήτανε κατεστραμμένη από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

- Μου κάνει εντύπωση μια φράση που είπατε. Πως έγινε ζητιάνα η λατέρνα στην Ελλάδα και δυσφημίστηκε.

- Ναι.. Εδώ τις πήρανε τις λατέρνες και γυρίζανε στις ταβέρνες από δω και από κει. Μετά μπλέξανε και με χασικλήδες, με κατωτέρας ποιότητος ανθρώπους. Όλοι οι τεμπελχανάδες παίρνανε μια λατέρνα και γυρίζανε για να βγάλουνε λεφτά. Πηγαίνανε σε τεκέδες, τους κυνήγησε η αστυνομία. Είχε ξεπέσει πολύ η λατέρνα.

- Πότε πήρε τα πάνω της;

- Το ’55 κατεβαίνει ο Χατζιδάκις στον πατέρα μου και του φέρνει τις παρτιτούρες για να δυο έργα που βγάλανε: «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» και «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο». Και μόλις βγήκαν τα έργα αυτά και παιχτήκανε… η λατέρνα πάνω. 

- Υπάρχουνε λατέρνες αυτή τη στιγμή στην υπόλοιπη Ελλάδα, γιατί μού είπατε ότι στην Αθήνα είναι ελάχιστες.

- Έχει. Στη Θεσσαλονίκη έχει.

- Ποιος τις κουρδίζει αυτές;

- Οι πιανίστες. Έχουνε μηχανάκια και τις κουρδίζουνε.

- Δηλαδή αυτός που κουρδίζει το πιάνο μπορεί να κουρδίσει μια λατέρνα;

- Μπορεί. Αλλά θέλει προσοχή, γιατί οι πιανίστες αυξάνουνε την τάση του σύρματος και ξεκολλάνε τα μπαλκόνια.

- Τα μπαλκόνια είναι ποια;

- Είναι το ξύλο που βαστάει επάνω τα κλειδιά. Και κάτω.

- Και το στάμπωμα ποιος το κάνει; Ή λειτουργούνε με ότι έχουνε στα όργανα τους;

- Ότι έχουνε. Ότι έχει απομείνει. Παλιά κύλινδρα του πατέρα μου, φαγωμένα-ξεφαγωμένα, μ’ αυτά δουλεύουνε.    

-  Καθώς τελειώνει ο χρόνος αυτής της εκπομπής, βλέποντας την κάμερα, τι θα λέγατε στους παλιούς, οι οποίοι απόψε βλέπουν και τι θα λέγατε και στη νέα γενιά που επίσης απόψε μας βλέπει;

 - Θα έλεγα στους παλιούς να μην ξεχάσουνε τα παλιά και στους νέους, αν μπορούνε να ξεκολλήσουνε λίγο από τα καινούρια και να ζυγώσουν προς τα παλιά. Ευχής έργον θα ήταν.

Search